- ἀναοίγεσκον
- ἀναοίγεσκον , ἀνοίγνυμιopenimperf ind act 3rd pl (epic ionic)ἀναοίγεσκον , ἀνοίγνυμιopenimperf ind act 1st sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιρρήσσω — ἐπιρρήσω ιων. και επικ. τ. αντί ἐπιρράσσω (Α) 1. τραβώ με τη βία και κλείνω («θύρην δ’ ἔχε μοῡνος ἐπιβλής εἰλάτινος, τὸν τρεῑς μὲν ἐπιρρήσσεσκον..., τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῑδα θυράων», Ομ. Ιλ.) 2. (για άνεμο) (αμτβ.) ορμώ βίαια, ξεσπώ 3 … Dictionary of Greek
οίγω — οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α) (ποιητ. τ.) 1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἴγω στόμα» ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο… … Dictionary of Greek